αγκωνάγρα

αγκωνάγρα
η
ο πόνος στον αγκώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγκώνας + κατάλ. -άγρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -άγρα — παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ άγρα, χειρ άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός αγαθάγρα, αγκώνας αγκωνάγρα (=… …   Dictionary of Greek

  • αγκωνοκάκη — η πόνος στον αγκώνα (αλλ. αγκωνάγρα*). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκών + < κάκη] …   Dictionary of Greek

  • αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… …   Dictionary of Greek

  • γονατάγρα — η ουρική αρθρίτιδα εντοπισμένη στο γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνατο + αγρα* (πρβλ. αγκωνάγρα, ποδάγρα, χειράγρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”